Σάββατο 20 Ιουλίου 2019

ΘΥΣΙΑ



Στην αρχική σκηνή της Θυσίας ο Αλεξάντερ μαζί με το γιό του φυτεύει ένα ξερό δέντρο. Κάποια στιγμή ο Αλεξάντερ λέει: Εν αρχή ην ο Λόγος. Μα εσύ είσαι άλαλος σαν ψάρι. Του διηγείται την ιστορία του μοναχού Ιωάννη:
«Ξέρεις, κάποτε, πριν από πολύ καιρό, ένας άγιος γέροντας από ένα ορθόδοξο μοναστήρι, που τον έλεγαν Πάμβε, φύτεψε κι αυτός ένα ξερό κούτσουρο πάνω σ’ ένα βουνό. Κι ανάθεσε στο μαθητή του τον καλόγερο Ιωάννη Κολόβ να το ποτίζει κάθε μέρα ώσπου να ζωντανέψει ξανά.» Ο κύριος Αλεξάντερ μιλάει πολύ σοβαρά. «Κάθε μέρα λοιπόν ο Ιωάννης γέμιζε έναν κουβά νερό κι ανέβαινε στο βουνό. Για να φτάσει στην κορφή, περπατούσε όλη μέρα. Ξεκινούσε με την ανατολή του ήλιου και γύριζε με τη δύση. Κάθε πρωί ανέβαινε με τον κουβά του στο βουνό και κάθε βράδυ γυρνούσε στο μοναστήρι, όταν είχε πια σκοτεινιάσει. Και το έκανε αυτό κάθε μέρα για τρία ολόκληρα χρόνια. Και ένα ωραίο πρωί ανεβαίνει στο βουνό και τι να δεί! Ολο του το δέντρο είχε μπουμπουκιάσει!»
«Ότι και να λέμε: η μέθοδος, το σύστημα — είναι υπέροχα πράγματα! Ξέρεις, καμιά φορά σκέφτομαι: αν μπορούσε κανείς κάθε μέρα την ίδια ώρα να άνεμο το ίδιο πράγμα, κάπως σαν τελετή, συστηματικά και ανελλιπώς, κάθε μέρα, απαραιτήτως την ίδια πάντα ώρα — τότε ο κόσμος θα ήταν αλλιώτικος! Κάτι θα άλλαζε, δεν μπορεί! Θα άλλαζε! Ας πούμε ότι σηκώνεσαι κάθε πρωί στις επτά ακριβώς, πηγαίνεις στο μπάνιο, γεμίζεις ένα ποτήρι νερό και το χύνεις στη λεκάνη. Τίποτ’ άλλο.»
Ο μικρός γελάει σιγανά, κρύβοντας με τα χέρια το πρόσωπο: οι γιατροί του έχουν πει ότι δεν πρέπει ούτε να γελάει.


Aντρέι Tαρκόφσκι
ΘΥΣΙΑ (ΝΕΦΕΛΗ 1990) μετ.: Μαρία Αγγελίδου



*

Του Αββά Ιωάννη Κολοβού

α’. Διηγήθηκαν για τον Αββά Ιωάννη Κολοβό, ότι έφυγε να πάη σ’ ένα Θηβαίο γέροντα, σε Σκήτη. Και έμενε στην έρημο. Πήρε λοιπόν ο Αββάς του ένα ξερό ξύλο, το φύτεψε και του είπε: «Κάθε μέρα να το ποτίζης με νερό, έως ότου βγάλει καρπό». Ηταν δε το νερό μακριά απ’ αυτούς, έτσι οπού ξεκινώντας τινάς το βράδυ, ερχόταν το πρωί. Μετά από τρία χρόνια λοιπόν, ανέλαβε ζωή και έβγαλε καρπό. Και παίρνοντας ο γέρων τον καρπό του, τον έφερε στη σύναξη και είπε στους αδερλούς: « Λάβετε, φάγετε καρπόν υπακοής».

Το «Γεροντικόν» (ΑΣΤΕΡΑΣ, μετάφραση Β.Πέντζα)